υπερβράζω

υπερβράζω
ΜΑ
μσν.
(για φωτιά) φουντώνω
| αρχ. προκαλώ βρασμό με πολύ υψηλή θερμοκρασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑπερβρασθεῖσα — ὑπερβράζω boil aor part pass fem nom/voc sg ὑπερβράζω boil aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβράσαν — ὑπερβράζω boil aor part act neut nom/voc/acc sg ὑπερβράζω boil aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βράσσω — και βράττω (Α) 1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή 2. λιχνίζω 3. βράζω 4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» χτυπιέμαι στα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ.… …   Dictionary of Greek

  • υπέρβρασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [ὑπερβράζω] υψηλός πυρετός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”